- περιρράπτω
- Αράβω κάτι γύρω γύρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίρραμα — τὸ, Α [περιρράπτω] αυτό που είναι ραμμένο γύρω από κάτι, ύφασμα ραμμένο γύρω γύρω, μπάλωμα … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιρράπτρια — ή, Α 1. τίτλος ιέρειας στον Πειραιά 2. γυναίκα που έραβε ή κεντούσε κάτι γύρω γύρω σε ένα φόρεμα ή κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιρράπτω + επίθημα τρια (πρβλ. υφάν τρια)] … Dictionary of Greek
περιρραφή — η, Ν [περιρράπτω] 1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού τό αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα 2. ιατρ. η περίπαρση … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek